- ξαρμίζω
- βλ. εξαλμυρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξαρμίζω — ξάρμισα, ξαρμίστηκα, ξαρμισμένος, ξαρμυρίζω, αφαιρώ την αρμύρα: Πλενόταν ο μέγας Οδυσσέας ξαρμίζοντας την πλάτη του (Oδύσσεια, μτφρ. Εφταλιώτη) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαλμίζω — και ξαρμίζω (Α ἐξαλμίζω) [άλμη] νεοελλ. ξαλμυρίζω, βγάζω την άλμη αρχ. κάνω κάτι πολύ αλμυρό … Dictionary of Greek
εξαλμυρίζω — και ξαρμυρίζω και ξαρμίζω και ξαρμυραίνω [αλμυρίζω] 1. αφαιρώ την άλμη τελείως ή εν μέρει 2. χάνω την αλμυρότητά μου … Dictionary of Greek